Μαγικό και Χρώμα
Γλαυκό – Γλαύκη, το κυανοπράσινο χρώμα της θάλασσας στα ρηχά, εκεί που ο βυθός είναι αμμώδης και που στα μάτια των ναυτικών παίρνει την όψη γυναίκας.
Φκιασίδι βγαίνει από τη λέξη φύκι γιατί από τα φύκια της Μεσογείου Ρυτίφλοια η βαφική οι αρχαίες Ελληνίδες έβαφαν τα μάγουλά και τα ρούχα τους.
Το φυσικό χρώμα δεν επαναλαμβάνεται. Είναι μοναδικό και αναντικατάστατο. Είναι προσωπικό κρατώντας ανωνυμία, που παραπέμπει στο γενικό. Ανήκει στην ύλη, αλλά ανάγει στο άϋλο. Μάλιστα, όσο πιο πολύ είναι από ανεπεξέργαστη ύλη, τόσο πιο πολύ ανάγει στο άϋλο, με την έννοια την πνευματική, και βέβαια και την θρησκευτική. Δίνει κάτι σαν μουσική, με την έννοια του ρυθμού και της αφαίρεσης. Σαν να ρευστοποιεί την ύλη του.
Είναι ένα είδος σφραγίδας, Αποτύπωμα χαρακτήρα ατομικότητας. Αφήνει να διαφαίνεται η ανάγκη, παντοδύναμη και ουσιαστική, που έγινε αιτία να δημιουργηθεί (π.χ. ανάγκη προστασίας από κακές επιδράσεις, ανάγκη αναγνώρισης, ανάγκη επιβεβαίωσης…). Είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει το μαγικό, να παραπέμπει στην πρωτογένεια της ανάγκης, στην αποκλειστικότητα του τρόπου εργασίας που προκύπτει με δυσκολία, ποτέ με ευκολία. Αυτές το καθιστούν μοναδικό και μη επαναλήψιμο. Το χρώμα γίνεται «μαγικό», όταν έντονα και με τρόπο δυναμικό δηλώνει την προβολή, πολύ περισσότερο την επισήμανση κάποιου συναισθήματος, που το χρειάστηκε για να μορφοποιηθεί, και που αντίστοιχα ξυπνάει σε αυτόν που το βλέπει το δίδυμό του. Μ’ έναν τέτοιο τρόπο γίνεται η σύνδεση, μία ενοποίηση αυτού που προηγήθηκε, με εκείνο που ακολουθεί. Απ’ αυτήν την ένωση προκύπτει η κατάσταση του μαγικού.
Από ένα κείμενο της Αναστασίας Κατσαπάρα Φανουρίου